- νιφάδ'
- νιφάδα , νιφάςsnowflakefem acc sgνιφάδι , νιφάςsnowflakefem dat sgνιφάδε , νιφάςsnowflakefem nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψάκαστρον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ. και το λεξ. Σούδα) «βούτορον ψάκαστρον νιφάδ ὑετοῡ». [ΕΤΥΜΟΛ. < ψακάζω + επίθημα τρον (πρβλ. στέγασ τρον)] … Dictionary of Greek